- εὐσυνάντητος
- εὐσυνάντητοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσυνάντητος — εὐσυνάντητος, ον (Α) ευχάριστα αποδεκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν αντώ] … Dictionary of Greek
εὐσυνάντητον — εὐσυνάντητος masc/fem acc sg εὐσυνάντητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)